- κατανοεῖται
- κατανοέωobserve wellpres ind mp 3rd sg (attic epic)κατανοέωobserve wellpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
δυσεπισκόπητος — δυσεπισκόπητος, ον (Μ) αυτός που δύσκολα κατανοείται … Dictionary of Greek
δυσκαταμάθητος — δυσκαταμάθητος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μαθαίνεται ή κατανοείται … Dictionary of Greek
ευεφόδευτος — εὐεφόδευτος, ον (Α) αυτός που προσεγγίζεται ή κατανοείται εύκολα («εὐεφόδευτος λόγος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + (< εφ οδεύω), πρβλ. αν εφ όδευτος] … Dictionary of Greek
ευκατανόητος — η, ο (ΑΜ εὐκατανόητος, ον) αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα νοητός (< κατα νοώ)] … Dictionary of Greek
ευπερίδρακτος — εὐπερίδρακτος, ον (Α) αυτός που εύκολα κατανοείται, ο σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι δράσσομαι «αρπάζω»] … Dictionary of Greek
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek
ευσύνετος — εὐσύνετος, ον (ΑΜ, Α και εὐξύνετος, ον) 1. αυτός που αντιλαμβάνεται σωστά, ο συνετός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύνετον η ευσυνεσία, η σύνεση 3. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκατάληπτος. επίρρ... εὐσυνέτως (ΑΜ, Α και εὐξυνέτως) με σύνεση, συνετά … Dictionary of Greek
εύληπτος — η, ο (ΑΜ εὔληπτος, ον) 1. αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευνόητος 2. (για ποτά, φάρμακα κ.λπ.) αυτός που λαμβάνεται εύκολα, ο εύποτος, ο καλόπιστος (α. «οὐδ εὔληπτον εῑναι τὸ ὕδωρ», Ιώσ. β. «εύληπτα φάρμακα») νεοελλ. αυτός που συλλαμβάνεται… … Dictionary of Greek
καλοχώνευτος — η, ο 1. (για τροφές) εύπεπτος, χωνευτικός, ελαφρός 2. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός που γίνεται εύκολα δεκτός από άλλους, ευχάριστος β) (για θεωρίες, ιδέες, για περιεχόμενο συγγραμμάτων και για συγγραφείς) αυτός που κατανοείται εύκολα, εύληπτος,… … Dictionary of Greek